- βαρβός
- βαρβόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάρβος — (barbus). Ψάρι τελεόστεο της οικογένειας των κυπρινιδών. Ζει σε λίμνες και σε βαθιά ποτάμια, έχει σώμα ατρακτοειδές, το μήκος του υπερβαίνει κάποτε τα 50 εκ. και το βάρος του φτάνει τα 5 6 κιλά. Έχει τέσσερα χαρακτηριστικά μουστάκια, που… … Dictionary of Greek
Βάρβος — Επώνυμο οικογένειας Ενετών αποίκων της Κρήτης που εξελληνίστηκε. Οι αδερφοί Αντώνιος και Γεώργιος Β., πολέμησαν στην επανάσταση του 1363, στην οποία Κρητικοί και Ενετοί άποικοι του νησιού αποκήρυξαν από κοινού την ενετική κυριαρχία και κήρυξαν… … Dictionary of Greek